- νικέλινος
- -η, -οαπό νικέλιο κατασκευασμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νικέλινος — η, ο κατασκευασμένος από νικέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικέλιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
νίκελ — το άκλ. 1. νικέλιο 2. (ως επίθ. κοινού γένους) νικέλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Nickel, υποκορ. τού Nikolaus, όν. τού στοιχειού τών μεταλλείων στη σκανδιναβική μυθολογία] … Dictionary of Greek
νίκελ — το άκλ. (λ. σκανδ.) 1. το νικέλιο. 2. ως επίθ., ο νικέλινος: Νόμισμα νίκελ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)